ἐπιθαλασσίδιος
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
Att. ἐπιθαλαττίδιος, ον, = ἐπιθαλάσσιος (lying on the coast, dwelling on the coast, marine), Th. 4.76, X. HG 3.4.28, Pl. Lg. 704b, etc. ; ἐπιθαλαττιαῖος is prob. f.l. in Str. 2.1.16, 3.4.20.
German (Pape)
[Seite 942] att. -ττίδιος, = Folgdm, auch 3. End.; πόλεις Xen. Hell. 3, 4, 28; αἱ Σίφαι εἰσὶ ἐπιθαλασσίδιοι Thuc. 4, 76; Ggstz χερσαῖος Plat. Legg. IV, 704 b; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, θάλασσα.
Greek Monolingual
ἐπιθαλασσίδιος και ἐπιθαλαττίδιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
ο επιθαλάσσιος.
Greek Monotonic
ἐπιθᾰλασσίδιος: Αττ. -ττίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθᾰλασσίδιος: атт. ἐπιθαλαττίδιος 2 и 3 Thuc., Xen. = ἐπιθαλάσσιος.
Middle Liddell
= ἐπιθᾰλάσσιος, Thuc., Xen.]
English (Woodhouse)
by the sea, by the shore, near the sea, of the coast, on the coast, on the sea