ἀχάριτος

From LSJ
Revision as of 10:49, 29 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰ́ρῐτος Medium diacritics: ἀχάριτος Low diacritics: αχάριτος Capitals: ΑΧΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: acháritos Transliteration B: acharitos Transliteration C: acharitos Beta Code: a)xa/ritos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, = ἀχάριστος (ungracious, unpleasant, unpleasing, without grace, without charms, unfavourable, ungrateful, thankless), A unseemly, Plu.Sol.20; euphemism, παθήματα ἀ. ἐόντα μαθήματα γέγονε Hdt.1.207. Adv. οὐκ ἀχαρίτως ἔφη Ath.7.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9. 2 ungrateful, thankless, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156; χάρις ἀχαρίτως A.Ch.42 (lyr., Elmsl.), E.Ph.1757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] = ἀχάριστος, ἀχάριτα (oder von ἄχαρις), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάρῐτος: -ον, = ἀχάριστος, ὁ μὴ ἔχων χάριν, Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ ἄχαρις κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· χάρις ἀχάριτος, ὡς τὸ ἄχαρις, Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 désagréable ; par euph. p. pénible;
2 sans reconnaissance, ingrat ; χάρις ἀχάριτος ESCHL marque de reconnaissance qui n’en est pas une;
Sp. ἀχαριτώτατος.
Étymologie: ἀ, χάρις.
2gén. de ἄχαρις.

Spanish (DGE)

(ἀχάρῐτος) -ον
• Prosodia: [-χᾰ-]
I 1de poca gracia, poco divertido παιδιά Pl.Lg.761d, ἡδοναί D.Chr.6.12
poco agraciado, feo πρόσωπον Demetr.Eloc.130, cf. Plu.Sol.20.
2 desagradecido δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156.
3 que no favorece χάρις ἀ. ofrenda que no es ofrenda A.Ch.44, E.Ph.1757.
II adv. ἀχαρίτως
1 sin gracia, con poca gracia ἀχαρίτως ἔφη Ath.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9.5.
2 de mala gana οὓς δὲ ἑώρα ἀ. ἑπομένους X.Cyr.7.4.14.

Greek Monolingual

ἀχάριτος, -ον (Α) χάρις
1. αχάριστος, αγνώμων
2. δυσάρεστος.

Greek Monotonic

ἀχάρῐτος: -ον = ἀχάριστος ή ἄχαρις, σε Ηρόδ.
2. αγνώμων, αχάριστος, στον ίδ.· χάρις ἀχάριτος, όπως ἄχαρις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχάριτος: Aesch., Eur., Her., Plut. = ἀχάριστος.

Middle Liddell


1. = ἀχάριστος or ἄχαρις, Hdt.
2. ungrateful, thankless, Hdt.; χάρις ἀχ., like χάρις ἄχαρις, Eur.