ἀμεμφής

From LSJ
Revision as of 16:00, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεμφής Medium diacritics: ἀμεμφής Low diacritics: αμεμφής Capitals: ΑΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: amemphḗs Transliteration B: amemphēs Transliteration C: amemfis Beta Code: a)memfh/s

English (LSJ)

ές, mostly in pass. sense,
A = ἄμεμπτος 1 (irreproachable, uncensuring), IG12(3).1075 (Melos), Pi.O.6.46, A.Pers.168, Supp.581; in epitaph, Εὔκλειαν ἀ. Ἀρχ. Ἐφ. 1910.66 (Piraeus):—poet. and late Prose, Plu.Cim.2, Jul. Or.2.99a.
II Act., = ἄμεμπτος ΙΙ, Plu.2.610e; ἀ. τῶν ἀμελειῶν Id.Aem.3. Adv. ἀμεμφῶς, Ion. ἀμεμφέως Orph.H.43.11.

German (Pape)

[Seite 121] ές, dasselbe, παῖς Aesch. Suppl. 576; πλοῦτος Pers. 164; Pind. ἰὸς μελισσᾶν Ol. 6, 46; Sp. D.; Plut. Cim. 2, der es auch act. braucht, τινός, Aemil. P. 3. Bei Hom. Iliad. 12, 435 v.l. ἀμεμφέα μισθόν, s. Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεμφής: -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ παθητ. σημασ. = ἄμεμπτος Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. ἀμόμφητος: ― ποιητ. τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = ἄμεμπτος ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -φέως, Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 irréprochable;
2 qui ne fait pas de reproche de, gén..
Étymologie: ἀ, μέμφομαι.

English (Slater)

ᾰμεμφής
   1 blameless δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.46)

Spanish (DGE)

-ές
I 1de cosas y abstr. irreprochable, intachable, magnífico Φιλότητος ἀμεμφέος ἄμβροτος ὁρμή Emp.B 35.13, ἀ. ἰῷ μελισσᾶν Pi.O.6.46, πλόκος B.17.114, πλοῦτος A.Pers.168, Isyll.23, δέξαι τόδ' ἀμ[ε] νπhὲς ἄγαλμα IG 12(3).1075 (Melos V a.C.), δῆρις A.R.4.1767, τροφή Lyc.573, εὔκλεια Ἀρχ.Ἐφ. 1910.66 (Pireo), βίος Plu.Cim.2, ἔργον Plu.2.439b, ἀρχή Iul.Or.3.99a, βότρυς Nonn.D.24.229
tb. de pers. γείνατο παῖδ' ἀμεμφῆ A.Supp.581.
2 que no reprocha, que no se queja εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμελειῶν si se considera que la divinidad es contentadiza y que no reprocha los actos de negligencia Plu.Aem.3, τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφές una actitud propicia y que no se queja de la suerte Plu.2.610e.
II adv. ἀμεμφῶς, jón. ἀμεμφέως = irreprochable, magníficamente οὐ γὰρ ἀμεμφέως τῶν πᾶν ἐξέστηκεν Emp.B 35.9, εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς Orph.H.43.11, ταῖς ἄλλαις ὑπηρεσίαις ἀμεμφῶς ὑπ' ἐμοῦ πεπραγμέναις MAMA 8.413 a 17 (Afrodisias).

Greek Monolingual

ἀμεμφής, -ές (Α)
ο άμεμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + -μεμφὴς < μέμφομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεμφία.

Greek Monotonic

ἀμεμφής: -ές = ἄμεμπτος I, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ. ἄμεμπτος II, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεμφής: Aesch., Pind., Plut. = ἄμεμπτος 1 и 2.

English (Woodhouse)

(see also: ἄμεμπτος) irreproachable, free from reproach

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)