ἀνενδοίαστος

From LSJ
Revision as of 16:45, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενδοίαστος Medium diacritics: ἀνενδοίαστος Low diacritics: ανενδοίαστος Capitals: ΑΝΕΝΔΟΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anendoíastos Transliteration B: anendoiastos Transliteration C: anendoiastos Beta Code: a)nendoi/astos

English (LSJ)

ον, A unhesitating, Ph.1.440, 2.36; indubitable, Id.1.302, al., Luc.Herm.67; unambiguous, Anon.in SE61.15: Gramm., unquestionably correct, ἀ. καὶ ὑγιές A.D. Synt.21.1. Adv. -τως 218.19; without doubt, Ph.2.319; unhesitatingly, unequivocally, 1.351,POxy.138.25 (610 A.D.).

German (Pape)

[Seite 223] unbezweifelt. Luc. Hermot. 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνενδοίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐνδοιαζόμενος, ἀναμφίβολος, Λουκ. Ἑρμότ. 67, Πολυδ. Ε. 151. ― Ἐπίρρ. -τως Ἡλιόδ. 7. 296, Πολυδ. Ε. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non douteux, indubitable.
Étymologie: , ἐνδοιάζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de que no se duda, firme γνώμη Ph.1.440
que no ofrece duda, indudable μετάστασις Ph.2.36, ἀπόδειξις Ph.1.302, τοῦτο αὐτὸ οὐκ ἀνενδοίαστον ἀποφαίνεις Luc.Herm.67
no ambiguo ἀπόκρισις Anon.in SE 61.15
gram. de palabras incuestionable τὸ μὲν ἀνενδοίαστον καὶ ὑγιὲς Ἀλεξανδρεύς lo incuestionable y lo correcto es la forma Ἀλεξανδρεύς A.D.Synt.21.1, cf. 93.15, 208.27, 281.19
incuestionable, indudable τὴν Καίσαρος ἀρετὴν καὶ πίστιν ... ἀνενδοίαστον γενομένην I.AI 17.246.
2 adv. -ως indudablemente, incuestionablemente, sin duda ἀνενδοιάστως ἀνδροφόνον εἶναι Ph.2.319, ἐλέσθαι Ph.1.351, cf. Hsch.
sin vacilar ἀνενδοιάστως φάγε τὸ σῶμα Gr.Naz.M.36.649C, πιστεύεται Iambl.Protr.20 (p.96).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενδοίαστος, -ον) ενδοιάζω
αυτός που δεν επιδέχεται ενδοιασμούς, εκφράζεται ή γίνεται δεκτός απερίφραστα.

Greek Monotonic

ἀνενδοίαστος: -ον (ἐνδοιάζω), αναμφίβολος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνενδοίαστος: несомненный Luc.

Middle Liddell

ἐνδοιάζω
indubitable, Luc.