ἀναύδητος

Revision as of 16:54, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

Dor. ἀναύδατος, ον, A not to be spoken, unutterable: hence, horrible, ἀναυδάτῳ μένει A.Th.897 (lyr.); ἄφατον ἀναύδητον λόγον E.Ion783. 2 unspoken, impossible, οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Aj.715 (lyr.). II speechless, Id.Tr.968 (cj.).

German (Pape)

[Seite 212] 1) unaussprechlich, Aesch. μένος Spt. 879; λόγος Eur. Ion. 782; unerhört, unerwartet, Soph. Ai. 702, neben ἀνέλπιστος. – 2) sprachlos, stumm, Soph. Tr. 968; Archi. 28 (VII, 191).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, ἀνέκφραστος, Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, ὅστις δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) ἀνήκουστος, ἀπροσδόκητος, «ἀνέλπιστος» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, αἰαῖ, ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. ἄναυδος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 indicible, qu’on ne peut ou qu’on n’ose exprimer;
2 qui ne peut être annoncé ; qui ne peut se réaliser, impossible;
II. qui ne parle pas, muet.
Étymologie: , αὐδάω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. ἀναύδᾱτος S.Tr.968
1 indecible μένος A.Th.897, λόγος E.Io 783.
2 imposible κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Ai.714.
3 callado, que no habla ὅδ' ἀναύδατος φέρεται S.Tr.968.

Greek Monolingual

ἀναύδητος, -ον (Α) αυδώ
1. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί
2. άφωνος, άλαλος
3. ανήκουστος, ανέλπιστος, απροσδόκητος.

Greek Monotonic

ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον (αὐδάω),
I. 1. αυτός που δεν προφέρεται, άρρητος, ανείπωτος, ανέκφραστος, Λατ. infondus, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ανήκουστος, αδύνατος, ακατόρθωτος, σε Σοφ.
II. άφωνος, άλαλος στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναύδητος: дор. ἀναύδᾱτος 2
1) невыразимый (μένος Aesch.; λόγος Eur.);
2) онемевший, безмолвный Soph., Anth.;
3) неслыханный, невозможный: οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ᾽ ἄν Soph. (после того, что случилось), я ничего не назову невозможным.

Middle Liddell

αὐδάω
I. not to be spoken, unutterable, ineffable, Lat. infandus, Aesch., Eur.
2. unspoken, impossible, Soph.
II. speechless, Soph.