ἄναυς
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
gen. ἄνᾱος, ὁ, ἡ, only A.Pers.680 in nom. pl., νᾶες ἄναες ships A that are ships no more.
German (Pape)
[Seite 212] νᾶες, Aesch. Pers. 666, Schiffe, die nicht mehr Schiffe sind, zerstörte.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναυς: γεν. ἄνᾱος, ὁ, ἡ, ὁ ἄνευ πλοίων, εὕρηται μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 680· κατ’ ὀνομαστ. πληθ., νᾶες ἄναες, πλοῖα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι πλέον πλοῖα, naves nenaves, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 612. ― ἴδε Ἄϊρος.
French (Bailly abrégé)
seul. νᾶες ἄναες, dor. p. *ἄνηες;
νᾶες ἄναες ESCHL vaisseaux qui n’en sont plus, vaisseaux perdus.
Étymologie: ἀ, ναῦς.
Spanish (DGE)
adj. fem. que ya no es barco, que está destruido νᾶες ἄναες A.Pers.680.
Greek Monolingual
ἄναυς, ο (Α) ναυς
(για καράβι) άτυχος, κακότυχος.
Greek Monotonic
ἄναυς: Επικ. αόρ. αʹ ἀν-άῡσα (αὔω), φωνάζω δυνατά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναυς: adj. не являющийся (более) кораблем: νᾶες ἄνᾱες Aesch. погибшие корабли.
Middle Liddell
without ships, νᾶες ἄναες ships that are ships no more, Aesch.