ὑποφύω

From LSJ
Revision as of 11:50, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφύω Medium diacritics: ὑποφύω Low diacritics: υποφύω Capitals: ΥΠΟΦΥΩ
Transliteration A: hypophýō Transliteration B: hypophyō Transliteration C: ypofyo Beta Code: u(pofu/w

English (LSJ)

A cause to grow up under, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύεν ποίην Il. 14.347:—Pass., fut. -φύσομαι Diog.Oen.29: aor. 2 -εφύην Arist. HA501b9: pf. -πέφυκα Gal.2.277:—grow up below or as a substitute, of flesh, Hp.VC17, Fract.33; of teeth, Arist. l. c.; of hoofs, ib.604a25: metaph., ἂν [τὰς ῥίζας] ὑποτέμωμεν, οὐδὲν τῶν κακῶν ἡμῖν -φύσεται Diog.Oen. l.c.:—ὑποφύει = ὑποφύεται is f.l. in Thphr.HP 4.15.2. 2 Pass., of muscles, to be inserted under, τῷ δέρματι Gal.2.246, UP3.11, cf. 4.10, al. II Pass. also, to be in process of growth, ἐξειργάσατο τὴν τέχνην τὴν γραφικὴν ὑποφυομένην ἔτι Ael. VH8.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφύω: φύω, γεννῶ κάτωθεν, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι κάτωθεν, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι κάτωθεν εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

être en voie de croissance.
Étymologie: ὑπό, φύω.

Greek Monolingual

Α φύω
1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω
2. μέσ. ὑποφύομαι
α) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλο
β) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς.

Greek Monotonic

ὑποφύω: κάνω κάτι να φυτρώσει από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφύω: выращивать, взращивать снизу (ποίην Hom. - in tmesi): γίνεται ἅμα τῆς ἑτέρας ὑποφυομένης ἡ τῆς ἑτέρας ὁπλῆς ἀποβολή Arst. по мере того, как нарастает новое копыто, старое сбрасывается.

Middle Liddell

to make to grow up, Il.