συνταλαιπωρέω

From LSJ
Revision as of 10:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνταλαιπωρέω Low diacritics: συνταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syntalaipōréō Transliteration B: syntalaipōreō Transliteration C: syntalaiporeo Beta Code: suntalaipwre/w

English (LSJ)

A endure hardships together, share in misery, τάδε S.OC1136; ξ. μετά τινος Ar.Lys.1221; ξ. ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ suffers or sympathizes with it, Aret.SA2.2. II Med., collaborate with, c. dat., Ruf.Fr.72.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰλαιπωρέω: ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, μετέχω τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ αὐτοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compatir au malheur de qqn.
Étymologie: σύν, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

συντᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω τις δυσκολίες από κοινού, μοιράζομαι τα βάσανα κάποιου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συντᾰλαιπωρέω:
1) вместе страдать (μετά τινος Arph.);
2) сострадать, соболезновать (τινί τι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰλαιπωρέω [σύν, ταλαιπωρέω] samen zich aftobben.

Middle Liddell

fut. ήσω
to endure hardships together, share in misery, Soph.