βαρύ
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
τό, A perfume used in incense, AB225.
German (Pape)
[Seite 433] nach B. A. 225 u. Hesych. θυμίαμα εὐῶδες, wohin vielleicht βάρου neben στύρακος Mnesimach. Ath. IX, 403 (v. 62) mit Mein. zu ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύ: -υπνος,ον, βαρέως ὑπνώττων, Νόνν. Δ.48.765.
Spanish (DGE)
τό perfume usado como incienso, AB 225.
Russian (Dvoretsky)
βᾰρύ:
I adv. тяжело (στενάχειν Hom.).
II τό
1) тяжесть (τὸ β. καὶ τὸ κοῦφον Arst.);
2) грам. (= βαρεῖα προσῳδία) тяжелое ударение (accentus gravis).