κλωγμός

From LSJ
Revision as of 16:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωγμός Medium diacritics: κλωγμός Low diacritics: κλωγμός Capitals: ΚΛΩΓΜΟΣ
Transliteration A: klōgmós Transliteration B: klōgmos Transliteration C: klogmos Beta Code: klwgmo/s

English (LSJ)

(also κλωσμός, v. infr.), ὁ, (κλώζω) A clucking of hens, Plu. 2.129a (κλωσμοῖς codd.). II clucking sound by which we urge on a horse, X.Eq.9.10, Poll.1.209. 2 clucking sound by which Greek audiences expressed disapprobation, hooting, Orac. ap. Luc. JTr.31, Eust.1504.29: κλωσμός, Ph.2.599 (v.l. κλωγμός), Harp.s.v. ἐκλώζετε.

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, wie κλωσμός, das Glucken, die gluckende Stimme der Hennen u. anderer Vögel. S. κλωσμός. – Auch das Schnalzen mit der Zunge, durch welches man die Pferde zum Laufen ermuntert, Poll. 1, 209; bei Xen. de re equ. 9, 10 v.l. κλωσμός. – Ein ähnlicher Laut, Zischen, womit man den Schauspielern u. Rednern seine Unzufriedenheit zu erkennen gab, συριττόντων Philo; vgl. Harpocr. u. Eust. 1504, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κλωγμός: ἢ κλωσμός, ὁ, (κλώσσω) ἡ φωνὴ τῶν ὀρνίθων Πλούτ. 2. 129Α (ἔνθα κλωσμοῖς). ΙΙ. τὸ διὰ τῆς γλώσσης κροτάλισμα, δι’ οὗ παρακινοῦσι τοὺς ἵππους εἰς τὸ βάδισμα, Ξεν. Ἱππ. 9, 10 (κλωσμὸς Λ. Δινδ.), Πολυδ. Α΄, 209· ὡσαύτως ἦχος παρόμοιος δι’ οὗ οἱ ἀκροαταὶ ἐξεδήλουν τὴν ἀποδοκιμασίαν των, εἰς τὸ τέλος τῶν ἀκροαμάτων ἅπερ οὐχ ἡδέως ἤκουον, Φίλων 2. 599, Εὐστ. 1504. 29· κλωσμὸς Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐκλώζετε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ),
1. gloussement d’une poule, etc. PLU. M. 129a;
2. claquement de langue pour exciter un cheval XÉN. Eq. 9.10, POLL. 1.209;
3. sorte de claquement de la langue, pour marquer la désapprobation, PHIL. 2.599.
Étymologie: κλώζω.

Greek Monolingual

και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) κλώζω
ο ήχος της φωνής της κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῖς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα
αρχ.
κροτάλισμα της γλώσσας για παρακίνηση αλόγου.

Greek Monotonic

κλωγμός: ή κλωσμός, ὁ (κλώσσω), φωνή ορνίθων, κακάρισμα· «κακαριστός» (κροταλιστός) ήχος μέσω του οποίου παρακινούσε κάποιος το άλογο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωγμός -οῦ, ὁ [κλώζω] geklak met de tong (teken van afkeuring).

Russian (Dvoretsky)

κλωγμός:
1) клохтанье, кудахтанье Plat.;
2) прищелкивание языком (для понукания лошади) Xen.

Middle Liddell

κλώσσω
the clucking of hens: the clucking sound by which we urge on a horse, Xen.