λωποδυτέω
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
A steal clothes, esp. from bathers or travellers, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62, Arist. Pol.1267a4; λ. ἐσθῆτα Luc.Bis Acc.34; λ. τινὰ ἐσθῆτα Philostr.VA 8.7. II generally, rob, plunder, Ar.Ec.565,Pl.165, Diph.32.14, LXX IEs.4.24: c. acc. pers., Ar.Ra.1075, D.9.22; of plagiarists, λ. Ὅμηρον AP11.130 (Poll.).
Greek (Liddell-Scott)
λωποδῠτέω: κλέπτω τὰ ἐνδύματα, ἰδίως τῶν λουομένων ἢ ὁδοιπορούντων, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 62, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 11· λ. ἐσθῆτα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34. ΙΙ. καθόλου, κλέπτω, λῃστεύω, διαρπάζω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 569, Πλ. 165· ― μετ’ αἰτ. προσ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1075, Δημ. 116. 19· ἐπὶ τῶν ἀσκούντων λογοκλοπίαν, τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν Ἀνθ. Π. 11. 130.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 voler un manteau, un habit, détrousser;
2 p. ext. piller, voler.
Étymologie: λωποδύτης.
Greek Monotonic
λωποδῠτέω: μέλ. λωποδυτήσω,
I. κλέβω τα ρούχα, κυρίως από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν.
II. γενικά, κλέβω, ληστεύω, αρπάζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λωποδῠτέω:
1) красть чужое платье (κλέπτειν καὶ λ. Plat.);
2) (об одежде) красть, грабить (ἐσθῆτα Luc.);
3) грабить, обирать, разорять (τὰς πόλεις Dem.; τινα Arph.);
4) заниматься плагиатом, грабить (τὸν Ὃμηρον ἀναιδῶς Anth.).
Middle Liddell
λωποδῠτέω, fut. -ήσω
I. to steal clothes, esp. from bathers or travellers, Plat., Xen.
II. generally, to rob, plunder, Ar. [from λωποδῠ́της]