προσανατρέχω

From LSJ
Revision as of 16:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατρέχω Medium diacritics: προσανατρέχω Low diacritics: προσανατρέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: prosanatréchō Transliteration B: prosanatrechō Transliteration C: prosanatrecho Beta Code: prosanatre/xw

English (LSJ)

A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83. II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc. III v. προανατρέχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀνατρέχω, τρέχω πρός..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, ταχέως ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. ἀνατρέχω εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 gravir en courant ; fig. s’élever à, τινι;
2 remonter en arrière.
Étymologie: πρός, ἀνατρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω
2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν
2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»].

Greek Monotonic

προσανατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, ανατρέχω πίσω, στα παλιά, αναπολώ παλιά γεγονότα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσανατρέχω: (fut. προσαναδραμοῦμαι, aor. 2 προσανέδραμον)
1) подниматься бегом, взбегать (εἴς τι Diod.);
2) быстро достигать: π. οὐσίαις Diod. быстро (раз)богатеть;
3) (в повествовании) восходить, возвращаться: π. τοῖς χρόνοις Polyb. восходить к (более) ранним эпохам.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run back, retrace past events, Polyb.