ἀκονάω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
(ἀκόνη) A sharpen, whet, μαχαίρας Ar.Fr.684; λόγχην X.Cyr.6.2.33:—Med., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας Id.HG7.5.20:—Pass., Arist.Pr.886b10, Phld.Sign.34. 2 metaph., spur, goad on, D.25.46; provoke, γλῶσσαν ἠκονημένος Trag.Adesp.423, cf. X.Oec.21.3, Ph.1.469, al., Chor. in Jahrb.9.184; θυμὸν ἐπ' ἐλπίδι τινὸς ἀ. Demad.17:—Pass., Ph.2.178, al.
German (Pape)
[Seite 76] (-νη), schärfen, wetzen, λόγχας Xen. Cyr. 6, 2, 33; med., λόγχας καὶ μαχαίρας Hell. 7, 5, 20; κεραυνόν Luc. Tim. 19; πρίων ἀκονώμενος Arist. Probl. 7, 5; ὀδόντας Aesop. 54. – Übertr. anreizen, anfeuern, ψυχὴν ἐπί τι Xen. O. 21, 3; τί τοῦτον ἀκονᾷς; Dem. 25, 46; πόλιν ἐφ' ἑαυτόν Ep. 2; Plut. u. Sp. bes. γλῶσσαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονάω: μέλλ, -ήσω, (ἀκόνη) ἀκονῶ, ὀξύνω τι, μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501· λόγχην, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 33: - μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, ἀκονᾶν τὰ ἑαυτῶν ξίφη, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 5, 20. 2) μεταφ., ὡς τὸ θήγω, ὀξύνω, παρακονάω, Λατ. Acuo, παροξύνω, ἐρεθίζω, ἐξάπτω· γλῶσσαν ἠκονημένος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. σύγκρισις Λυσάνδρου καὶ Σύλλα 4· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 21. 3· θυμὸν ἐπ’ ἐλπίδι τινὸς ἀκονᾱν, Δημάδ. 180.30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀκονήσω, ao. ἠκόνησα, pf. Pass. ἠκόνημαι;
aiguiser, acc. ; fig. γλῶσσαν ἠκονήμενος PLUT qui a la langue aiguisée ; τί τοῦτον ἀκονᾷς ; DÉM pourquoi l’excites-tu ? litt. l’aiguises-tu ?;
Moy. ἀκονάομαι, ἀκονῶμαι, aiguiser pour soi, acc..
Étymologie: ἀκόνη.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀκονέω Arist.Pr.964b36
1 afilar μαχαίρας A.Fr.705, λόγχην X.Cyr.6.2.33, σμίλην Herod.7.119, τοὺς ὀδόντας Aesop.252, πρίων ἀκονώμενος Arist.Pr.886b10, ἅρπη ἠκονημένη Sosith.2.18, tb. v. med. ἀκονᾶσθαι λόγχας καὶ μαχαίρας X.HG 7.5.20.
2 fig. aguzar τὰς γλώσσας LXX Ps.63.4, γλῶσσαν ἠκονημένος afilado de lengua, Trag.Adesp.423, tb. v. med. γλῶτταν Ph.2.191, ψυχὴν ἐπὶ τὸ πονεῖν X.Oec.21.3, διάνοιαν Ph.2.367
•incitar D.25.46, θυμοὺς ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐλευθερίας ... ἠκόνησαν Demad.87.17, τοὺς κατ' ἀλλήλων θυμούς Plb.23.11.8, πρὸς εὐτολμίαν Cyr.Al.Luc.1.74, εἰς φιλεργίαν Cyr.Al.Luc.2.103.
Greek Monotonic
ἀκονάω: μέλ. -ήσω (ἀκόνη), ακονίζω, τροχίζω, μαχαίρας, σε Αριστοφ.· λόγχην, σε Ξεν. — Μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, τροχίζουν τα ξίφη τους, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκονάω: (ᾰκ) тж. med.
1) точить, делать острым (λόγχας καὶ μάχαιρας Xen.; ὀδόντας Aesop.): πρίων ἀκονώμενος Arst. оттачиваемая пила; ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένος Plut. (человек) острый на язык;
2) возбуждать, подстрекать, воспламенять (τὰς ψυχὰς ἐπί τι Xen.; πόλιν ἐπί τινα Dem.).
Middle Liddell
ἀκόνη
to sharpen, whet, μαχαίρας Ar.; λόγχην Xen.:—Mid., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας to sharpen their swords, Ar.