ἐξαγγελτικός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ή, όν, A conveying information, Arist.Pr.903a24. 2 expressive, c. gen., ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων Procl.in Cra.p.72 P. 3 apt to tell tales, gossiping, Arist.Rh.1384b5.
German (Pape)
[Seite 861] ή, όν, zum Verkündigen, Berichten geschickt, verrathend, Arist. rhet. 2, 6 probl. 11, 33 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγγελτικός: -ή, -όν, φέρων ἀγγελίαν, ὁ ἐξαγγέλλων, Ἀριστ. Προβλ. 11. 33, 4. 2) ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐξαγγέλλῃ, ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 6, 20.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à bavarder.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de pers.
1 que revela secretos ajenos, murmurador ἐξαγγελτικοὶ δὲ οἵ τε ἠδικημένοι son dados a la murmuración los que han sufrido injusticia Arist.Rh.1384b7, cf. 11
•subst. ὁ ἐ. Arist.Rh.1384b5.
2 que revela sus sentimientos, abierto, sincero περὶ τὸν λογισμὸν ἐλευθέριος καὶ ἐ. Dor.Ab.V.Dosith.7.
II en rel. c. fenóm. auditivos y lingüíst.
1 transmisor de la audición (ὁ τῆς ἀκοῆς πόρος) ἐ. δὲ μᾶλλον τῇ διανοίᾳ (el conducto auditivo) es mejor transmisor al pensamiento durante la noche, Arist.Pr.903a24.
2 capaz de expresar, significativo τὸ μὴ εὑρεῖν ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς ῥήμασι μηδεμίαν φωνὴν ἐξαγγελτικὴν τῆς ἐμφάσεως τῆς ἐνθεωρουμένης τῇ Ἑβραΐδι φωνῇ Gr.Nyss.Hom.in Cant.390.17
•significativo, revelador a veces c. sent. casi místico, c. gen. τὰ τῶν πραγμάτων ἐξαγγελτικὰ ῥήματα Anon.Hier.Luc.2.55, ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικὰ τῆς ἰδιότητος αὐτῶν Procl.in Cra.p.72, τῆς θείας σιγῆς Dion.Ar.DN 4.1, dicho del Hijo ἐ. τῶν παρ' αὐτοῦ λαλουμένων Cyr.Al.M.75.320C
•subst. τὸ ἐ. Gr.Naz.M.36.129A.
3 expresivo subst. τὸ ἐ. expresión, forma de expresión, interpretación dividida en «instrumental, vocal y escénica», Aristid.Quint.6.20, 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξαγγελτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος
νεοελλ.
μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» — το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα
αρχ.
1. αυτός που φέρνει αγγελία, είδηση, πληροφορία
2. (με γεν.) εκφραστικός («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)
3. συνεκδ. φλύαρος, κουτσομπόλης («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξαγγελτικός:
1) распространяющий вести или слухи: ἐξαγγελτικοὶ οἱ ἠδικημένοι Arst. пострадавшие любят рассказывать (о причиненных им несправедливостях);
2) сообщающий, уведомляющий: ἐ. τῇ διανοίᾳ Arst. (об органах чувств) доводящий до сознания.