προσδιαλέγομαι

From LSJ
Revision as of 08:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαλέγομαι Medium diacritics: προσδιαλέγομαι Low diacritics: προσδιαλέγομαι Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΛΕΓΟΜΑΙ
Transliteration A: prosdialégomai Transliteration B: prosdialegomai Transliteration C: prosdialegomai Beta Code: prosdiale/gomai

English (LSJ)

A answer in conversation or disputation, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Hdt.3.50, cf. 52, Pl.Tht.161b, Eus.Mynd.1; ὁ προσδιαλεγόμενος Pl.Prt.342e, Sph.218a, Arist.SE165b15. 2 simply, hold converse with, θεοῖς π. εὐχαῖς Pl.Lg.887e; negotiate with, τοῖς ἀνθρώποις PSI4.344.3,7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 755] (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προσδιαλέγεσθαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προσδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, θεοῖς εὐχαῖς προσδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαλέγομαι: ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) ἁπλῶς, διαλέγομαι πρός τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.

French (Bailly abrégé)

f. προσδιαλέξομαι, ao. προσδιελέχθην, etc.
s’entretenir avec, particul. répondre à (dans une conversation ou une discussion), τινι.
Étymologie: πρός, διαλέγομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συνδιαλέγομαι, συνομιλώ
2. προσφωνώ, προσαγορεύω
3. συναλλάσσομαι με κάποιον.

Greek Monotonic

προσδιαλέγομαι: αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαλέγομαι:
1) участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;
2) заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διαλέγομαι een gesprek voeren met, met dat.:; ὡς... προσδιαλέγοιτο τοῖς ἑταίροις ἅμα βαδίζων om onder het lopen een gesprek te voeren met zijn metgezellen Plut. Aem. 23.2; ptc. subst.. ὁ προσδιαλεγόμενος de gesprekspartner Plat. Prot. 342e.

Middle Liddell


Dep. to answer in conversation or disputation, Hdt.