Μηδικός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ή, όν, Median: τὰ Μηδικά (sc. πράγματα) A the Median affairs, esp. the war with the Medes, the name given by Gr. historians to the great Persian war, Th.1.14, Arist.Pol.1303b33, etc.; ὁ Μ. πόλεμος Th.1.90,95; Μ. ἐσθής, i.e. silken garments, Procop.Pers.1.20: Comp. τὰ-ώτερα Philostr.VA1.25. Adv. Comp. -ώτερον, κατεσκευασμένος ib.3.26. II Μηδικὴ πόα, lucerne, Medicago sativa, Ar.Eq. 606; M. alone, Thphr.HP8.7.7, Dsc.2.147 (by some written μηδίκη, Hdn.Gr.1.316, Eust.1967.27, cf. D.S.3.43 codd.). 2 μηδική, ἡ, = ἑλένιον, Dsc.1.28, Plin.HN14.108. III μῆλον Μηδικόν, v. μῆλον (B). IV ὀπὸς Μηδικός a form of silphium juice, prob. assafoetida, Dsc.3.80, Philum.Ven.3.2. V Μηδικόν, τό, perhaps a tomb in Persian style, JHS22.124.
Greek (Liddell-Scott)
Μηδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνηκῶν εἰς τοὺς Μήδους· τὰ Μηδικὰ (ἐξυπ. πράγματα), δηλ. ὁ πρὸς τοὺς Μήδους πόλεμος, τὸ ὄνομα, ὅπερ οἱ ἱστορικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸν μέγαν Περσικὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 14, 95, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4, κτλ.· οὕτω, ὁ Μ. πόλεμος Θουκ. 1. 90· πρβλ. Περσικός. ΙΙ. Μηδικὴ πόα, Medicago sativa, εἶδος τριφυλλίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 606· τοῦτο παρά τινων ἐγράφετο μηδίκη, Ἀρκάδ. 107. 10, Εὐστ. 1967. 27· οὕτω καὶ τὰ Ἀντίγραφ., Διόδ. 3. 43. ΙΙΙ. μῆλον Μηδικόν, ἴδε μῆλον (Β).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Mède ou de Médie ; ἡ Μηδική (γῆ), la Médie ; τὰ Μηδικά, les guerres Médiques.
Étymologie: Μηδία.
Russian (Dvoretsky)
Μηδῐκός: мидийский: Μηδικὴ ποία Arph., Arst., Diod. мидийская трава, т. е. люцерна (Medicago sativa); ὁ Μ. πόλεμος Thuc. «Мидийская», т. е. Греко-персидская война; Μηδικὸν μῆλον Plut. лимон.
Middle Liddell
Μηδικός, ή, όν Μῆδος
I. the war with the Medes, the name given to the great Persian war, Thuc.; ὁ Μ. πόλεμος Thuc.
II. Μηδικὴ πόα medick, a kind of clover, Ar.