ναρκάω

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκάω Medium diacritics: ναρκάω Low diacritics: ναρκάω Capitals: ΝΑΡΚΑΩ
Transliteration A: narkáō Transliteration B: narkaō Transliteration C: narkao Beta Code: narka/w

English (LSJ)

fut. -ήσω LXX Da.11.6:—A grow stiff or numb, χεὶρ νάρκησε Il.8.328; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Pl.Men.80b; ψυχῆς ναρκώσης Democr.290; τὸ ἡσυχάζον ναρκᾷ Epicur.Sent.Vat.11; τὸ νεῦρον ὃ ἐνάρκησεν LXX Ge.32.32(33); χεὶρ νεναρκηκυῖα J.AJ8.8.5; of the numbness caused by the fish νάρκη, Arist.HA620b19, cf. Pl.Men. 84b; ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Theoc.27.51.

German (Pape)

[Seite 229] starr, gelähmt werden, erstarren; νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ, Il. 8, 328, die Hand wurde gelähmt od. erstarrte, weil die Sehnen an der Handwurzel durchschnitten waren; ναρκᾶν ποιεῖ, macht erstarren, Plat. Men. 80 a; ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, ib. b; so auch A.; ἔλαφος γυῖα ναρκήσας, Babr. 46, 1; bei Ath. ist von dem Fische νάρκη gesagt ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιεῖ, VII, 314 c; von der Wirkung der Kälte, ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ τὸ πήγνυσθαι καὶ ναρκᾶν ἐπιγίγνεται, Plut. de prim. frig. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκάω: γίνομαι δυσκίνητος, ναρκοῦμαι, Λατ. torpere, χεὶρ νάρκησε Ἰλ. Θ. 328· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Πλάτ. Μένων 80Β, πρβλ. 48Β· ἐπὶ τῆς ἀναισθησίας ἣν προξενεῖ ὁ ἰχθὺς νάρκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3· ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Θεόκρ. 27. 50· πρβλ. μαλκίω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être engourdi.
Étymologie: νάρκη.

English (Autenrieth)

only aor., νάρκησε, was palsied, Il. 8.328†.

Greek Monotonic

ναρκάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ νάρκησα· γίνομαι άκαμπτος, καθίσταμαι δυσκίνητος ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ναρκάω: цепенеть, коченеть (ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ Plut.): νάρκησε χείρ Hom. бессильно повисла рука; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ν. Plat. остолбенеть и онеметь; ν. ποιεῖν Plat. приводить в состояние оцепенения, оглушать.

Middle Liddell

ναρκάω,
to grow stiff or numb, Lat. torpere, Il., Plat. [from νάρκη