σπερμολογικός

From LSJ
Revision as of 11:57, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμολογικός Medium diacritics: σπερμολογικός Low diacritics: σπερμολογικός Capitals: ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: spermologikós Transliteration B: spermologikos Transliteration C: spermologikos Beta Code: spermologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A like a σπερμολόγος III, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.

German (Pape)

[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), ἀνόητος, τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de parasite, de bouffon.
Étymologie: σπερμολόγος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπερμολογικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπερμολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπερμολογία.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογικός: бессодержательный, пустой (περίεργος καὶ σ. Plut.).