κελευθοποιός

From LSJ
Revision as of 13:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθοποιός Medium diacritics: κελευθοποιός Low diacritics: κελευθοποιός Capitals: ΚΕΛΕΥΘΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keleuthopoiós Transliteration B: keleuthopoios Transliteration C: kelefthopoios Beta Code: keleuqopoio/s

English (LSJ)

όν, A road-making, A.Eu.13.

German (Pape)

[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.

Greek Monolingual

κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτοποιός, κλειθροποιός.

Greek Monotonic

κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.

Middle Liddell

κελευθο-ποιός, όν ποιέω
road-making, Aesch.

English (Woodhouse)

road making

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)