τεκνοκτόνος

From LSJ
Revision as of 13:53, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοκτόνος Medium diacritics: τεκνοκτόνος Low diacritics: τεκνοκτόνος Capitals: ΤΕΚΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: teknoktónos Transliteration B: teknoktonos Transliteration C: teknoktonos Beta Code: tekno/ktonos

English (LSJ)

(parox.), ον, A murdering children, μύσος (of a person) τεκνοκτόνον μύσος εἰς ὄμμαθ ἥξει φιλτάτῳ ξένων ἐμῶν = the pollution for children murdered will taint the eyes of my dearest friend, E. HF1155, cf. Ph.2.82, J.Ap.2.24, Hld.10.16.

German (Pape)

[Seite 1082] Kinder tödtend, Kindermörder, μῖσος Eur. Herc. Fur. 1155.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τέκνα, παιδοκτόνος, τ. μύσος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue ses enfants.
Étymologie: τέκνον, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
παιδοκτόνος (α. «τεκνοκτόνος γινόμενος», Ηλιόδ.
β. «τεκνοκτόνον μίσος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

τεκνοκτόνος: -ον (κτείνω), παιδοκτόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοκτόνος: детоубийственный (μύσος Eur.).

Middle Liddell

τεκνο-κτόνος, ον, κτείνω
murdering children, Eur.