Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαιβοσκελής

From LSJ
Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοσκελής Medium diacritics: ῥαιβοσκελής Low diacritics: ραιβοσκελής Capitals: ΡΑΙΒΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: rhaiboskelḗs Transliteration B: rhaiboskelēs Transliteration C: raivoskelis Beta Code: r(aiboskelh/s

English (LSJ)

ές, (σκέλος) A bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές / ῥαιβοσκελής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].

Greek Monotonic

ῥαιβοσκελής: -ές (σκέλος), στραβοπόδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥαιβοσκελής: кривоногий (πάγουρος Anth.).

Middle Liddell

ῥαιβο-σκελής, ές σκέλος
crook-legged, Anth.