ἐρίφειος

From LSJ
Revision as of 15:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίφειος Medium diacritics: ἐρίφειος Low diacritics: ερίφειος Capitals: ΕΡΙΦΕΙΟΣ
Transliteration A: erípheios Transliteration B: eripheios Transliteration C: erifeios Beta Code: e)ri/feios

English (LSJ)

ον, (ἔρῐφος) A of a kid, Pherecr.130.9, Antiph.222.7, X.An. 4.5.31; ζωμός Dieuch. ap. Orib.4.6.1 : Ἐρίφιος, epithet of Dionysus at Metapontum, Apollod. ap. St.Byz. s.v. Ἀκρώρεια, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίφειος: -ον, (ἔρῐφος) ἀνήκων εἰς ἔριφον, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1.7, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chevreau.
Étymologie: ἔριφος.

Greek Monolingual

ἐρίφειος, -ον (Α) έριφος
αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐρίφειος: -ον (ἔρῐφος), κατσικίσιος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίφειος: козлячий: κρέας ἐρίφειον Xen. мясо козленка, молодая козлятина.

Middle Liddell

ἐρίφειος, ον [ἔρῐφος]
of a kid, Xen.