κορώνεως

From LSJ
Revision as of 18:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνεως Medium diacritics: κορώνεως Low diacritics: κορώνεως Capitals: ΚΟΡΩΝΕΩΣ
Transliteration A: korṓneōs Transliteration B: korōneōs Transliteration C: koroneos Beta Code: korw/news

English (LSJ)

(sc. συκῆ), ἡ, A a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».

French (Bailly abrégé)

ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.

Greek Monolingual

κορώνεως, -ω, ἡ (Α)
συκιά που έχει χρώμα κουρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -εως (πρβλ. κανθάρεως, χελιδόνεως)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορώνεως -ω, ὁ [κορώνη] zwarte vijg.

Russian (Dvoretsky)

κορώνεως: ω adj. f черная как ворона (συκῆ Arph.).

Middle Liddell


κορώνεως συκῆ, ἡ, a fig of raven-gray colour, Ar. [from κορώνη