φοινίκειος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον, A of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.
German (Pape)
[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de feuilles de palmier : οἶνος HDT vin de palmier ou de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.
Étymologie: φοῖνιξ².
Greek Monolingual
(I)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ (III), -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.).
(II)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῑνιξ, -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («φοινίκειον φιλοτέχνημα», Ηλιόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φοινίκεια
(ενν. γράμματα) το αρχαίο ιωνικό αλφάβητο
3. φρ. «φοινικηΐη voῡσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
φοινίκειος: ион. φοινῑκήϊος 2 (νῑ)
1) пальмовый (οἶνος Her., Diod.);
2) сделанный из пальмовых листьев (ἐσθής Her.).