ξυλώδης

From LSJ
Revision as of 10:15, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώδης Medium diacritics: ξυλώδης Low diacritics: ξυλώδης Capitals: ΞΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: xylṓdēs Transliteration B: xylōdēs Transliteration C: ksylodis Beta Code: culw/dhs

English (LSJ)

ες, A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr.HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; of the nature of wood, Corn.ND 19. II of the colour of wood, brown, Thphr.HP7.3.2.

German (Pape)

[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).

Russian (Dvoretsky)

ξῠλώδης:
1) похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2) жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).