περιτρίβω
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
[ῑ], A rub or wear away all round, -τρίψας ὁ χρόνος [τὸ ἄγαλμα] Philostr.Her.2.1, cf. Im.1.23 (Pass.); πτερὰ περιτετριμμένα battered, Arist.HA627a13; κόγχος ἅλμη… περιτρῐβείς (aor. 2 Pass.) Lyc.790: metaph., περιτετριμμένοι 'old hands', Arr.Epict.2.6.5. II smear, τί τινι Nonn. D.6.190,41.110.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abreiben, περιτριβείς Lycophr. 790.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρίβω: μέλλ. -ψω, τρίβω ὁλόγυρα ἢ φθείρω, ὁ χρόνος π. τὸ ἄγαλμα Φιλόστρ. 673, πρβλ. 797· πτερὰ περιτετριμμένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40. 50· κόγχος ἅλμῃ... περιτριβεὶς (μετοχ. ἀορ. β΄ παθ.) Λυκόφρ. 790.
French (Bailly abrégé)
frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.
Étymologie: περί, τρίβω.
Greek Monolingual
ΜΑ
τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.)
μσν.
τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.)
αρχ.
1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ περιτετριμμένοι
τα περιτρίμματα.
Russian (Dvoretsky)
περιτρίβω: (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).