στειλειή

From LSJ
Revision as of 08:04, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειλειή Medium diacritics: στειλειή Low diacritics: στειλειή Capitals: ΣΤΕΙΛΕΙΗ
Transliteration A: steileiḗ Transliteration B: steileiē Transliteration C: steileii Beta Code: steileih/

English (LSJ)

v. στελεά.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειή: ἡ, Ἰων. λέξις δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ ξύλον, τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et épq.
trou où s'adapte le manche d’une cognée.
Étymologie: DELG v. στελεά.

English (Autenrieth)

(στέλλω): hole in an axhead for the helve, Od. 21.422†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στελεά.

Greek Monotonic

στειλειή: ἡ, τρύπα που γίνεται για να περαστεί η λαβή, το στειλιάρι ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

στειλειή: ἡ отверстие в топоре (для топорища) Hom.

Frisk Etymological English

See also: s. στελεά.

Middle Liddell

στειλειή, ἡ,
the hole for the handle of an axe, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

στειλειή: {steileiḗ}
See also: s. στελεά.
Page 2,783