στασιωτεία

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτεία Medium diacritics: στασιωτεία Low diacritics: στασιωτεία Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΕΙΑ
Transliteration A: stasiōteía Transliteration B: stasiōteia Transliteration C: stasioteia Beta Code: stasiwtei/a

English (LSJ)

ἡ, A state of faction, formed after πολιτεία, And.4.8, Pl.Lg.832c, 832f.l. in 715b.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, Neigung od. Sucht eines Menschen, Aufruhr u. Parteiungen zu machen; Andoc. 4, 8; Plat. Legg. IV, 715 b VIII, 832 c, Ggstz πολιτεία.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτεία: ἡ, κατάστασις ἐν ᾗ ἐπικρατεῖ στάσις, ἔρις, ἀνταρσία, φατριασμός, ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ πολιτεία, Ἀνδοκ. 30. 4, Πλάτ. Νόμ. 715Β, 832C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
agissements séditieux ; état de sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Greek Monolingual

ἡ, στασιώτης
κατάσταση στάσεων και αναταραχών.

Greek Monotonic

στᾰσιωτεία: ἡ, επαναστατική κατάσταση, εξέγερση, ανταρσία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιωτεία:междоусобица Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιωτεία -ας, ἡ [στασιώτης] partijdigheid. [And.] 4.8. gevormd naar analogie van πολιτεία voor een staatsvorm die beheerst wordt door één factie: factiestaat, éénpartijstaat. Plat. Lg. 832c.

Middle Liddell

στᾰσιωτεία, ἡ,
a state of faction, Plat. [from στᾰσιώτης]