ἱπποτυφία

From LSJ
Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτῡφία Medium diacritics: ἱπποτυφία Low diacritics: ιπποτυφία Capitals: ΙΠΠΟΤΥΦΙΑ
Transliteration A: hippotyphía Transliteration B: hippotyphia Transliteration C: ippotyfia Beta Code: i(ppotufi/a

English (LSJ)

ἡ, (τῦφος) A horse-pride, i.e. excessive pride or conceit, Luc.Hist.Conscr.45, Pl. ap. D.L.3.39.

German (Pape)

[Seite 1261] ἡ, Pferde-, d. i. unbändiger Stolz; Luc. hist. conscr. 45; D. L. 3, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτῡφία: ἡ, (τῦφος) ὑπεροψία ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. ἵππος VI.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faste ou orgueil excessif.
Étymologie: ἵππος, τῦφος.

Greek Monolingual

ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. ατυφία, σεμνοτυφία].

Greek Monotonic

ἱπποτῡφία: ἡ (τῦφος), υπερβολική έπαρση, αλαζονεία που καταλαμβάνει τον αναβάτη του αλόγου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποτῡφία:неумеренная гордость, безмерная спесь Luc., Diog. L.

Middle Liddell

ἱππο-τῡφία, ἡ, τῦφος
horse-pride, i. e. excessive pride, Luc.