Αἴγινα

From LSJ
Revision as of 11:11, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἴγῑνα Medium diacritics: Αἴγινα Low diacritics: Αίγινα Capitals: ΑΙΓΙΝΑ
Transliteration A: Aígina Transliteration B: Aigina Transliteration C: Aigina Beta Code: *ai)/gina

English (LSJ)

ης, ἡ, Aegina, Il., etc.:—hence Αἰγῑν-ήτης, ου, ὁ, fem. Αἰγῑν-ῆτις, ιδος, A an Aeginetan, ib., etc.

Greek (Liddell-Scott)

Αἴγῑνα: ης, ἡ Αἴγινα, Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. νῆσος), Ἡρόδ. 5. 86: - ἐντεῦθεν Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,,- ὡσαύτως Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Égina, mère d'Éaque;
2 Égine, île du golfe Saronique.

English (Slater)

Αἴγῑνα
a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) (O. 7.86) ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν (O. 8.20) Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ (P. 9.90) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.3) ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.3) οὐ ψεῦδιςμάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (N. 7.50) Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον (I. 5.43) Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8) Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (I. 8.56) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)
b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor. υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον (O. 9.70) Αἴγινα φίλα μᾶτερ (P. 8.98) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι (N. 4.22) Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον (N. 8.6) χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16) ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Ζεύς sc.) (Pae. 6.137)

Spanish (DGE)

(Αἴγῑνα) -ης, ἡ
• Alolema(s):h.Ap.31
• Morfología: [gen. -ας Pi.N.4.22, O.9.70, B.12.6; dat. -ᾳ Pi.P.9.90]
Egina
1 mit. ninfa hija de Asopo y madre de Éaco, Pi.O.9.70, Fr.52f.137, Hdt.5.80, E.IA 697, Pl.Grg.526e, Call.Fr.594.
2 isla del Egeo Il.2.562, h.Ap.31, Hes.Fr.204.47, B.13.78, A.Fr.404, Hdt.3.59, Ar.Ach.653, Pl.Alc.1.121b, Lg.707e, Grg.511d, X.HG 2.2.9, Isoc.19.31, D.20.76, Hell.Oxy.14.22.

Greek Monotonic

Αἴγῑνα: -ης, ἡ, η Αίγινα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, Αἰγιναίη (ενν. νῆσος), σε Ηρόδ.· απ' όπου· Αἰγινήτης, -ου, , θηλ. -ῆτις, -ιδος, ο καταγόμενος από την Αίγινα, στον ίδ. κ.λπ.· επίθ. Αἰγιναῖος, , -ον, ο σχετικός με την Αίγινα, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Αἴγῑνα: ἡ Эгина
1) дочь Асопа, мать Эака и Менетия HH, Pind., Her., Plat.;
2) остров в Саронском заливе Hom., Pind., Her., Thuc., Arst., Plut., Anth.

Middle Liddell

Aegina, Il., etc.