εὐήμερος

From LSJ
Revision as of 11:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήμερος Medium diacritics: εὐήμερος Low diacritics: ευήμερος Capitals: ΕΥΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: euḗmeros Transliteration B: euēmeros Transliteration C: evimeros Beta Code: eu)h/meros

English (LSJ)

Dor. εὐάμ- [ᾱ], ον, (ἡμέρα) A of a fine or prosperous day, εὐ. φάος a happy day, S.Aj.708 (lyr.). 2 bright, happy, εὐάμεροι μολπαί E.Fr.773.47 (lyr., nisi leg. -αμερίαι) ; χρόνῳ δ' ἐξέλαμψεν εὐ. Id.Hyps.Fr.41(64).62 (lyr.); πρόσωπον Ar.Av. 1322 (lyr.); μοῖρα Pl.Ti.71d (perhaps with play on ἥμερος) ; τὸ εὐ. a prosperous life, Ph.1.515.

German (Pape)

[Seite 1067] 1) (ἥμερος) zahm, milde, Plat. Tim. 71 d. – 21 (ὴμέρα) von einem guten, heitern Tage, übertr. πρόσωπον, ein heiteres Angesicht, Ar. Av. 1322; φάος, Soph. Ai. 695, des glücklichen Tages Licht. – Überh. τὸ εὐήμερον, das Glück, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήμερος: Δωρ. εὐάμερος ᾱ, ον, (ἡμέρα) ἀνήκων εἰς ὡραίαν, εὐτυχῆ ἡμέραν, εὐήμερον φάος, εὐτυχὴς ἡμέρα, Σοφοκλ. Αἴ. 709. 2) ἀπολαύων εὐτυχοῦς ἡμέρας, εὔθυμος, φαιδρός, εὐάμεροι μολπαὶ Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 41 (Λυρ.)· πρόσωπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1322· μοῖρα Πλάτ. Τίμ. 71D· τὸ εὐήμερον, εὐτυχία, Φίλων 1. 515.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marque un jour heureux : εὐήμερον φάος lumière d'un jour heureux.
Étymologie: εὖ, ἡμέρα.

Greek Monolingual

εὐήμερος, -ον (ΑΜ, Α και δωρ. τ. εὐάμερος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ωραία ή ευτυχισμένη μέρα («λευκὸν εὐάμερον φάος», Σοφ.)
αρχ.
1. χαρούμενος, ευτυχισμένος («εὐάμεροι μολπαί», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐήμερον
καλοπέραση («τὸ γάρ εὐήμερον πολυετίας κρεῖττον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ημέρα].

Greek Monotonic

εὐήμερος: Δωρ. εὐ-άμ-[ᾱ], -ον (ἡμέρα),·
1. αυτός που ανήκει σε ωραία μέρα, εὐ. φάος, ευτυχισμένη μέρα, σε Σοφ.
2. αυτός που χαίρεται, απολαμβάνει μια ευτυχισμένη μέρα, εύθυμος, χαρωπός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐήμερος: ἥμερος кроткий, беззлобный (τῆς ψυχῆς μοῖρα Plat.).
I дор. εὐάμερος 2 ἡμέρα
1) сияющий в день счастья (φάος Soph.);
2) счастливый, радостный (μολπαί Eur.; πρόσωπον Arph.).

Middle Liddell

ἡμέρα
1. of a fine day, εὐ. φάος a happy day, Soph.
2. enjoying a lucky day, cheerful, happy, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

bright, happy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)