μεγαλαλκής
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
English (LSJ)
ές, A = μεγαλοσθενής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 104] ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσθενής.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαλκής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην ἰσχύν, Παιὰν ἐν Πλουτ. Φλαμ. 16. κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'une grande force, d'une grande puissance.
Étymologie: μέγας, ἀλκή.
Greek Monolingual
μεγαλαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αρισταλκής, παναλκής].
Greek Monotonic
μεγᾰλαλκής: -ές (ἀλκή), αυτός που είναι πολύ δυνατός, στον Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλαλκής: весьма сильный, могучий (πίστις Plut.).