πάμμεγας

From LSJ
Revision as of 14:16, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμεγᾰς Medium diacritics: πάμμεγας Low diacritics: πάμμεγας Capitals: ΠΑΜΜΕΓΑΣ
Transliteration A: pámmegas Transliteration B: pammegas Transliteration C: pammegas Beta Code: pa/mmegas

English (LSJ)

άλη, α, very great, immense, Pl.Phdr.273a, Ti.26e, etc.: Sup. παμμέγιστος Ael.VH10.2.

German (Pape)

[Seite 453] -μεγάλη, -μεγα, sehr groß; δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι, Plat. Phaedr. 273 a; Tim. 26 e; Sp., wie Luc Icarom. 15. Dazu unregelmäßiger superl. παμμέγιστος, Ael. V. H. 10, 2 u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 516.

Greek (Liddell-Scott)

πάμμεγᾰς: άλη, α, παραπολὺ μέγας, πελώριος, ὑπερμεγέθης, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α, Τίμ. 26Ε, κλ.· - ὑπερθ. παμμέγιστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 516.

Greek Monolingual

πάμμεγας, -άλη, -α (Α)
ο πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μέγας.

Greek Monotonic

πάμμεγᾰς: -άλη, -α, πολύ μεγάλος, πελώριος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πάμμεγας: παμμεγάλη, πάμμεγα весьма большой, огромный: δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι Plat. это, кажется, чрезвычайно важно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμμεγας -μεγάλη -μεγα [πᾶς, μέγας] enorm, immens; overdr. heel belangrijk:. δοκεῖ δὲ τοῦτο πάμμεγα εἶναι τοῖς περὶ ταῦτα de professionals denken dat dat enorm belangrijk is Plat. Phaedr. 273a.

Middle Liddell

very great, immense, Plat.