πατροπαράδοτος

From LSJ
Revision as of 14:41, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατροπαράδοτος Medium diacritics: πατροπαράδοτος Low diacritics: πατροπαράδοτος Capitals: ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: patroparádotos Transliteration B: patroparadotos Transliteration C: patroparadotos Beta Code: patropara/dotos

English (LSJ)

ον, handed down from one's fathers, inherited, ἡ μικρὰ καὶ π. οὐσία D.H.5.48; ἡ π. ἡγεμονία D.S.17.4; ἀναστροφή 1 Ep.Pet. 1.18; Ζεύς OGI331.49 (Pergam., ii B. C.), παρέχεσθαι π. τὰν εὔνοιαν CIG 2134b4 (prob.), cf. IG 12 (5).860.4 (Tenos).

German (Pape)

[Seite 536] von den Vätern oder Vorfahren überliefert, hinterlassen; D. Sic. 17, 4; οὐσία, D. Hal. 5, 48; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατροπαράδοτος: -ον, ὁ ἐκ τοῦ πατρὸς ἢ τῶν προγόνων διαδοχικῶς παραδοθεὶς ἢ παραληφθείς, κληρονομικός, ἡ μικρὰ καὶ π. οὐσία Διον. Ἁλ. 5. 48· ἡ π. ἡγεμονία Διόδ. 17. 4· παρέχεσθαι π. τὰν εὔνοιαν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134b. 4, πρβλ. 2324 4. - Ἐπίρρ. -τως, Φώτ.

Spanish

transmitido por los padres, heredado

English (Strong)

from πατήρ and a derivative of παραδίδωμι (in the sense of handing over or down); traditionary: received by tradition from fathers.

English (Thayer)

πατροπαραδοτον (πατήρ and παραδίδωμι), handed down from one's fathers or ancestors: Buttmann, 91 (79)). (Diodorus 4,8; 15,74; 17,4; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 5,48; Theophil. ad Autol. 2,34; Eusebius, h. c. 4,23, 10; 10,4, 16.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πατροπαράδοτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο
(ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία
2. (ιδίως ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα πατροπαράδοτα
α) το σύνολο των παραδόσεων
β) το σύνολο τών παλαιών αντιλήψεων, σε αντίθεση με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»).
επίρρ...
πατροπαραδότως ΝΜ και πατροπαράδοτα Ν
με τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, θεο-παράδοτος].

Russian (Dvoretsky)

πατροπαράδοτος: унаследованный от отца или отцов (ἡ ἡγεμονία Diod.; ματαία ἀναστροφή NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροπαράδοτος -ον [πατήρ, παράδοτος] van de voorouders geërfd.

Chinese

原文音譯:patropar£dotoj 爬特羅-爬拉-多拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:父親-在旁-給了
字義溯源:傳統的,祖傳的,祖宗所傳流,遺傳的;由(προπάτωρ / πατήρ)*=家族的父親,祖先)與(παραδίδωμι)=交付)組成;而 (παραδίδωμι)又由(παρά)*=旁,出於)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 祖宗所傳流(1) 彼前1:18