πεφυκότως

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῡκότως Medium diacritics: πεφυκότως Low diacritics: πεφυκότως Capitals: ΠΕΦΥΚΟΤΩΣ
Transliteration A: pephykótōs Transliteration B: pephykotōs Transliteration C: pefykotos Beta Code: pefuko/tws

English (LSJ)

Adv. of φύω (πέφῡκα), naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].

Greek Monotonic

πεφῡκότως: επίρρ. του πέφυκα, φυσικά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πεφυκότως: естественно, натурально (μὴ πεπλασμένως, ἀλλὰ π. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.

Middle Liddell

[adverb of πέφυκα
naturally, Arist.