πηλουργός

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλουργός Medium diacritics: πηλουργός Low diacritics: πηλουργός Capitals: ΠΗΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pēlourgós Transliteration B: pēlourgos Transliteration C: pilourgos Beta Code: phlourgo/s

English (LSJ)

όν, working in clay, of bees, Lyr.Alex.Adesp. 7.16: Subst. π., ὁ, LXXWi.15.7, Luc.Prom.Es2, PKlein.Form.63 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 610] in Thon, Lehm arbeitend, Sp., wie Luc. Prom. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πηλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὸν πηλὸν κατεργαζόμενος, Λουκ. Προμ. 2, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΕ΄, 7)· ― πηλουργέω, κατεργάζομαι τὸν πηλόν, Ἐκκλ.· ― πηλουργίᾱ, Ἰωνικ. πηλοεργίη, ἡ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 8Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
potier, propr. qui travaille l’argile.
Étymologie: πηλός, ἔργον.

Greek Monotonic

πηλουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πηλουργός: ὁ Luc. = πηλοπλάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηλουργός -οῦ, ὁ [πηλός, ἔργον] werker in klei.

Middle Liddell

πηλ-ουργός, όν [*ἔργω
a worker in clay, Luc.