πλακόεις

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκόεις Medium diacritics: πλακόεις Low diacritics: πλακόεις Capitals: ΠΛΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: plakóeis Transliteration B: plakoeis Transliteration C: plakoeis Beta Code: plako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, flat, πεδίον D.P.Fr.12.6, cf. Orph.A.951.

German (Pape)

[Seite 624] εσσα, εν, platt, flach, eben. breit, Orph. Arg. 949 u. a. Sp. S. πλακοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰκόεις: εσσα, εν, πλακώδηςπλατύς, Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. πλακοῦς.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plat ; ὁ πλακόεις, par contr.πλακοῦς (ἄρτος) AR gâteau plat.
Étymologie: πλάξ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(κυρίως για τόπο) πλατύς, επίπεδος, πεδινός («χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -όεις].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλακόεις zie πλακοῦς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰκόεις: II стяж. πλᾰκοῦς, οῦντος ὁ (sc. ἄρτος) лепешка Arph. etc.
όεσσα, όεν плоский.