πεφυλαγμένως

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῠλαγμένως Medium diacritics: πεφυλαγμένως Low diacritics: πεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephylagménōs Transliteration B: pephylagmenōs Transliteration C: pefylagmenos Beta Code: pefulagme/nws

English (LSJ)

Adv., (φυλάσσω) with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.

Greek Monotonic

πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεφῠλαγμένως:
1) соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;
2) в безопасности Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυλαγμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φυλάττω, op voorzichtige wijze, op verstandige wijze.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φυλάσσω
1. cautiously, Xen., Dem.
2. safely, Xen.