προσοκέλλω

From LSJ
Revision as of 16:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοκέλλω Medium diacritics: προσοκέλλω Low diacritics: προσοκέλλω Capitals: ΠΡΟΣΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: prosokéllō Transliteration B: prosokellō Transliteration C: prosokello Beta Code: prosoke/llw

English (LSJ)

run [a ship] on shore, D.C.Fr.4.4: c. dat., run ashore on, Luc.VH2.2; so of the ship, Id.Tim.3: metaph., π. χρόνῳ v.l. in Aret.SD2.10; ἁ εὐμορφία τοῖς ποτοκέλλουσιν ἁδονὰς παρέχει Dius ap. Stob.4.21.17 (Ruhnk. cj. ποτοπτίλλουσιν).

German (Pape)

[Seite 774] ναῦν, das Schiff ans Land treiben, stranden lassen, Sp., wie Luc. V. H. 2, 2; auch intrans., Tim. 3; πόδα, den Fuß woran stoßen, Aret. – S. προσοπτίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προσοκέλλω: ναῦν, ῥίπτω πλοῖον ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 2, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3 Sturz. 2) ἀπολ., ἐπὶ τοῦ πλοίου, «πίπτω ἔξω», Λουκ. Τίμ. 3· μεταφ., πρ. χρόνῳ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10. - Παρὰ Στοβ. 409. 9. Ruhnk. διορθοῖ ποτοπτίλλω.

French (Bailly abrégé)

f. προσοκελῶ, ao. προσώκειλα;
1 tr. pousser un navire vers le rivage, aborder;
2 intr. en parl. du navire aborder.
Étymologie: πρός, ὀκέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά
2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῖς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῖς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.)
3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω
4. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὀκέλλω «προσαράζω, ρίχνω στην ξηρά, παραστρατώ»].

Greek Monotonic

προσοκέλλω:1. ρίχνω ένα πλοίο στην ξηρά, σε Λουκ.
2. απόλ., λέγεται για πλοίο, πέφτω έξω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσοκέλλω: (fut. προσοκελῶ, aor. προσώκειλα)
1) приводить к берегу (ναῦν Luc.);
2) (о корабле) приставать, вплотную подплывать (τινι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-οκέλλω doen stranden, aan land laten lopen, aanmeren, aanleggen (van schepen).

Middle Liddell


1. to run a ship on shore, Luc.
2. absol. of the ship, to run ashore, Luc.