σιναρός
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ά, όν, (σίνομαι) hurt, damaged, χείρ, ὀδόντες, σκέλος, Hp. Art.3,34, 52; τὸ σιναρόν Id.Fract.33, Art.60.
German (Pape)
[Seite 883] 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνᾰρός: -ά, -όν, (σίνομαι) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, σκέλος Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. βλαβερός, καταστρεπτικός
2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ.
β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. -αρός (πρβλ. ρυπ-αρός, σθεν-αρός)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp.