στροβιλώδης
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ες,= στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.
German (Pape)
[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
en forme de toupie ou de pomme de pin.
Étymologie: στρόβιλος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ στρόβιλος
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδης («στροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικός («ὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).
Greek Monotonic
στροβῑλώδης: -ες, συνηρ. αντί στροβιλοειδής, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροβιλώδης -ες [στρόβιλος] kegelvormig.
Russian (Dvoretsky)
στροβῑλώδης: конусообразный, конический (ὄρος Plut.).
Middle Liddell
στροβῑλ-ώδης, ες [contr. for στροβιλοειδής, Plut.]