συνασχαλάω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.
German (Pape)
[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.
Greek (Liddell-Scott)
συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.
French (Bailly abrégé)
compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.
Greek Monotonic
συνασχᾰλάω: μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνασχᾰλάω: сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Aesch.).
Middle Liddell
only in pres.]
to sympathise indignantly with a thing, c. dat., Aesch.