βάρδιστος

From LSJ
Revision as of 20:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρδιστος Medium diacritics: βάρδιστος Low diacritics: βάρδιστος Capitals: ΒΑΡΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: bárdistos Transliteration B: bardistos Transliteration C: vardistos Beta Code: ba/rdistos

English (LSJ)

η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp. βαρδύτερος Theoc.29.30.

German (Pape)

[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.

Greek (Liddell-Scott)

βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.

French (Bailly abrégé)

poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.

English (Autenrieth)

see βραδύς.

Spanish (DGE)

βαρδύτερος v. βραδύς.

Greek Monotonic

βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.

Middle Liddell

[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of βραδύς, Il.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάρδιστος superl. van βραδύς.