δίλοφος

From LSJ
Revision as of 21:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοφος Medium diacritics: δίλοφος Low diacritics: δίλοφος Capitals: ΔΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dílophos Transliteration B: dilophos Transliteration C: dilofos Beta Code: di/lofos

English (LSJ)

ον, double-crested, πέτρα, of Parnassus, S.Ant.1126 (lyr.); ἀλέκτωρ PMag.Leid.V.9.21.

German (Pape)

[Seite 630] zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.

Greek (Liddell-Scott)

δίλοφος: -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. πέτρα, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε δικόρυφος, ἀμφίπυρος), Σοφ. Ἀντ. 1126.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble cresta πέτρα del Parnaso, S.Ant.1126, ἀλέκτωρ PMag.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές
2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.

Greek Monotonic

δίλοφος: -ον, αυτός που έχει δύο λόφους, διπλή κορυφή, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δίλοφος: двувершинный (πετρα = Παρνασσός Soph.).

Middle Liddell

δί-λοφος, ον adj
double-crested, of Parnassus, Soph.