ζώπισσα
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, pitch and wax from old ships, or pine-resin, Dsc.1.72.
German (Pape)
[Seite 1144] ἡ, altes Pech mit Wachs vermischt, von alten Schiffen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ζώπισσα: ἡ, ἡ πίσσα καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.
Greek Monolingual
η (Α ζώπισσα)
νεοελλ.
μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων
αρχ.
1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία
2. το ρετσίνι του πεύκου.