θεοσοφία

From LSJ
Revision as of 00:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοσοφία Medium diacritics: θεοσοφία Low diacritics: θεοσοφία Capitals: ΘΕΟΣΟΦΙΑ
Transliteration A: theosophía Transliteration B: theosophia Transliteration C: theosofia Beta Code: qeosofi/a

English (LSJ)

ἡ, knowledge of things divine, theosophy, PMag.Leid.W.6.17; ἡ ἄγαν θεοσοφία. Porph.Abst.4.9; Ἑλληνική θεοσοφία, Χαλδαϊκὴ θεοσοφία, Procl.Theol.Plat.5.35, Dam. Pr.350.

German (Pape)

[Seite 1198] ἡ, = θεολογία, Dion. Ar.

Greek (Liddell-Scott)

θεοσοφία: ἡ, γνῶσις τῶν θείων, θεία σοφία, Ἐκκλ.

Spanish

conocimiento de lo divino, sabiduría divina

Greek Monolingual

η (Α θεοσοφία) θεόσοφος
η γνώση τών θείων πραγμάτων, η θεία σοφία
νεοελλ.
(φιλοσ.)
1. φιλοσοφικοθρησκευτική δοξασία κατά την οποία ο άνθρωπος ως πνευματικό ον αποτελείται από την ίδια ουσία με τον θεό, με τον οποίο επιδιώκει να επικοινωνήσει
2. σύστημα θεολογικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας το οποίο προσπαθεί να συνενώσει όλες τις θρησκείες με την επιστήμη.