κατάργυρος

From LSJ
Revision as of 00:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάργῠρος Medium diacritics: κατάργυρος Low diacritics: κατάργυρος Capitals: ΚΑΤΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: katárgyros Transliteration B: katargyros Transliteration C: katargyros Beta Code: kata/rguros

English (LSJ)

ον, covered with silver, silvered, Callix.2, Socr. Rhod.1, J.BJ5.5.3, Plu.2.828e.

German (Pape)

[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbert; σκευαί Ath. IV, 148 b; Callixen. ib. V, 199 d u. sonst bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάργῠρος: -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, κατάργυρος ὅλος (ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), ὁλάργυρος Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε· κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
argenté.
Étymologie: κατά, ἄργυρος.

Greek Monolingual

κατάργυρος, -ον (Α)
καλυμμένος με άργυρο, ασημωμένος («ὀχήματα κατάργυρα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. επάργυρος, υπάργυρος].

Russian (Dvoretsky)

κατάργῠρος: украшенный или отделанный серебром или посеребренный (ὀχήματα Plut.).