κατεισάγω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ᾰγ], display to one's own loss, μωρίαν AP10.91 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1394] (s. ἄγω), zu seinem Schaden an den Tag legen, verrathen, μωρίαν Pallad. 71 (X, 91).
Greek (Liddell-Scott)
κατεισάγω: φέρω εἰς φῶς, φανερώνω πρὸς ζημίαν μου, ὅταν στυγῇ τις ἄνδρα, τὸν θεὸς φιλεῖ, μεγίστην μωρίαν κ. Ἀνθ. Π. 10. 91.
French (Bailly abrégé)
produire au jour, rendre visible.
Étymologie: κατά, εἰσάγω.
Greek Monolingual
κατεισάγω (Α)
φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου.
Greek Monotonic
κατεισάγω: μέλ. -ξω, προδίδω κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κατεισάγω: обнаруживать, показывать (μωρίαν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εισάγω aan het licht brengen.