κενεαγγίη

From LSJ
Revision as of 01:38, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεαγγίη Medium diacritics: κενεαγγίη Low diacritics: κενεαγγίη Capitals: ΚΕΝΕΑΓΓΙΗ
Transliteration A: keneangíē Transliteration B: keneangiē Transliteration C: keneaggii Beta Code: keneaggi/h

English (LSJ)

(in Mss. mostly -είη), ἡ, Ion. for κεναγγία, lowering or evacuant treatment, ibid., al., Aph.1.2, Coac.54; evacuation by bleeding, Aret.CD2.3.

Greek (Liddell-Scott)

κενεαγγίη: (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. κατὰ τὸ πλεῖστον -είη), ἡ, Ἰων. ἀντὶ κενεαγγία, πεῖνα, ἐξάντλησις, ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κ. μεταβάλλει Ἱππ. Ὀξ. Νούσ. 392· σφοδροτάτας, κ. ποιεῖν 389· κ. γίνεσθαι 385·- ὁ Γαλην. ἐν τοῖς Ἀφ. τοῦ Ἱππ. «κενεαγγίη, ἐπὶ τῆς ἀσιτίας ἢ ἐπὶ τῆς φλεβοτομίας, πᾶσα κένωσις».

Greek Monolingual

κενεαγγίη, ἡ (Α)
1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση
2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του κεναγγία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεαγγίη -ης, ἡ, ook -είη [κεναγγής] Ion. onthouding van eten, vasten; Hp.; laxeermiddel. Hp.