μυρμηκοειδής
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ές, like an ant, Hsch. s.v. σίφων; μ. ὁρᾶσθαι Cass Pr. 19.
German (Pape)
[Seite 220] ές, ameisenartig, voll Ameisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυρμηκοειδής, -ές (ΑΜ)
αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + -ειδής].